- καλλωπίζει
- καλλωπίζωbeautify the facepres ind mp 2nd sgκαλλωπίζωbeautify the facepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλυντής — ὁ (Α καλλυντής) [καλλύνω] αυτός που καλλύνει, που καλλωπίζει αρχ. 1. ο νεωκόρος 2. ο κουρέας … Dictionary of Greek
καλλωπιστής — ο, θηλ. καλλωπίστρια (Α καλλωπιστής, θηλ. καλλωπίστρια) [καλλωπίζω] αυτός που καλλωπίζει κάποιον ή κάτι αρχ. αυτός που καλλωπίζεται υπερβολικά και επιτηδευμένα … Dictionary of Greek
καλλώπισμα — το (AM καλλώπισμα) [καλλωπίζω] το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει μσν. αρχ. το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος αρχ. 1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ… … Dictionary of Greek
κηπίον — κηπίον, τὸ (Α) [κήπος] 1. μικρός κήπος 2. μτφ. μικρός κήπος δίπλα σε σπίτι για να τό καλλωπίζει, προσάρτημα καλλωπιστικό τού σπιτιού («κηπίον ἢ ἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι», Θουκ.) 3. τρόπος κοψίματος και διακόσμησης… … Dictionary of Greek
κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
κοσμοκόμης — κοσμοκόμης, ου, ὁ (Α) (για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο κόμης, κισσο κόμης] … Dictionary of Greek
μέλισμα — το (ΑM μέλισμα) [μελίζω] νεοελλ. μουσ. περίτεχνο ποίκιλμα, φωνητικό ή οργανικό, που, είτε καλλωπίζει μεμονωμένους φθόγγους τής μελωδίας είτε γεφυρώνει δύο ή περισσότερους φθόγγους, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα τής μουσικής ερμηνείας αλλά και… … Dictionary of Greek
στολίστρα — η / στολίστρια, ΝΜ αυτή που στολίζει, που καλλωπίζει (α. «πέμπουν το γληγορύτερο στολίστρα να τή ντύση», Ερωτόκρ. β. «αἱ τῆς ψυχῆς στολίστριαι καὶ τοῡ νοὸς λαμπάδες», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. γυναίκα που σαβανώνει νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολίζω +… … Dictionary of Greek
καλλωπιστής — ο θηλ. καλλωπίστρια αυτός που καλλωπίζει πολύ τον εαυτό του: Αυτόν μπορεί να τον πεις καλλωπιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АВАСИОТ — [Васиот; греч. ̓Αβασιώτης (Βασιώτης)] Николай, визант. мелург нач. XIV в. Муз. кодекс афонского мон ря вмч. Пантелеимона № 938 (кон. XV нач. XVI в.) на листе 125 содержит его имя Николай. Свидетельства рукописей (напр., Матиматарий Athen. Cpolit … Православная энциклопедия